-
1 εξοχος
21) выдающийся (вперед), т.е. высокий(ἔξοχοι πρῶνες Pind.)
2) превышающий, превосходящий(μεγέθει σώματος ἔ. τινος Plut.)
ἔ. τινος κεφαλήν Hom. — выше кого-л. на (целую) голову3) (тж. μέγ΄ ἔ. Hom.) превосходный, отличный(ἀνήρ, βοῦς, δώματα, τέμενος Hom.)
4) самый выдающийся, лучший(ἡρώων и ἡρώεσσιν Hom.)
ἔξοχον σοφισμάτων Aesch. — благороднейшая из наук;εἶδος (acc.) ἐξοχώτατος Eur. — необычайно красивой наружности
См. также в других словарях:
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek